Το πόσο ευοίωνο θα είναι το μέλλον της οινοποιίας και του κρασιού, θα εξαρτηθεί από το κατά πόσο θα αναπτυχθούν νέες ποικιλίες γενετικά τροποποιημένων σταφυλιών, σύμφωνα με Αμερικανούς επιστήμονες που μελετούν το γονιδίωμα του σταφυλιού και έχουν ήδη δημιουργήσει γενετικούς «χάρτες» για πάνω από 1.000 είδη αμπελιών.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής τον Σιν Μάιλς της Ιατρικής Σχολής του πανεπιστημίου Στάνφορντ (και πιο πριν του Κορνέλ), που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο περιοδικό της Εθνικής Ακαδημίας Επιστημών των ΗΠΑ (PNAS), σύμφωνα με το BBC, αναφέρουν ότι ο βασικός στόχος είναι να δημιουργηθούν ποικιλίες ανθεκτικές στις διάφορες ασθένειες.
Οι πιο γνωστές ποικιλίες, από όπου προέρχονται μια σειρά από γνωστά και αγαπητά κρασιά (μερλό, σαρντονέ, σεμιγιόν, ρίσλινγκ κ.α) κατά βάση έλκουν την καταγωγή τους από ένα είδος αμπελιού (Vitis vinifera vinifera), το οποίο για πρώτη φορά εκτιμάται ότι καλλιεργήθηκε πριν από 5.000 σε μια περιοχή της σημερινής Τουρκίας ή κοντά σε αυτήν. Από τότε, σιγά-σιγά, η καλλιέργεια και η οινοποιία επεκτάθηκε στις πιο μακρινές χώρες.
Η αρχική γεωργική αμπελοκαλλιέργεια διαφοροποιήθηκε σταδιακά σε εκατοντάδες λευκές και κόκκινες ποικιλίες, παρόλα αυτά τα σταφύλια, από όπου παράγονται τα διάφορα κρασιά, παραμένουν μέχρι σήμερα ουσιαστικά μέλη του ίδιου είδους, με περιορισμένη διασταύρωση μεταξύ των επιμέρους ποικιλιών.
Όπως είπε ο Μάιλς, η έλλειψη διασταύρωσης και περαιτέρω γενετικής διαφοροποίησης καθιστά τα φυτά πιο ευάλωτα σε παθογόνους οργανισμούς. Σε διάφορες περιπτώσεις, καθώς οι ασθένειες των φυτών εξαπλώνονται διεθνώς, τα αμπέλια συχνά δεν έχουν τις αναγκαίες φυσικές αντιστάσεις, με συνέπεια την καταβολή υψηλού οικονομικού κόστους για την προστασία τους με χημικά. Καθώς όμως η Ευρωπαϊκή Ένωση που παράγει περίπου το 70% των κρασιών παγκοσμίως, προσπαθεί να προωθήσει την υγεία των καταναλωτών και την προστασία του περιβάλλοντος, ο ψεκασμός αυτών των χημικών στις γεωργικές καλλιέργειες επιδιώκεται να περιοριστεί, κάτι που θα ενταθεί στο μέλλον (από το 2013) με βάση τις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Έτσι, οι επιστήμονες προσπαθούν να αναπτύξουν νέες ανθεκτικότερες ποικιλίες, είτε μέσω διασταύρωσης των αμπελιών με πιο ανθεκτικά είδη, είτε μέσω «χειραγώγησης» των γονιδίων των σταφυλιών, ώστε να γίνουν άτρωτα στις μολύνσεις. Η πρώτη και πιο συμβατική μέθοδος της διασταύρωσης θεωρείται πιο ακριβής και χρονοβόρα, καθώς τα νέα υβριδικά φυτά πρέπει να αναπτυχθούν επί τρία ή τέσσερα χρόνια μέχρι να καρπίσουν. Στη συνέχεια, θα πρέπει να ακολουθήσει η αργή διαδικασία οινοποίησης και αξιολόγησης του προϊόντος, πριν οι παραγωγοί να είναι σίγουροι ότι όντως δημιούργησαν μια βιώσιμη και ποιοτική ποικιλία.
Με στόχο να προωθήσουν τη δεύτερη επιλογή της αγροτικής βιοτεχνολογίας, οι Αμερικανοί ερευνητές «χαρτογραφούν» το DNA των διαφόρων αμπελιών, εντοπίζοντας γονίδια σχετικά με την οξύτητα, την περιεκτικότητα σε σάκχαρα, την ανθεκτικότητα στις ασθένειες κ.α. Στόχος τους είναι, στη συνέχεια, να μεταφέρουν το επιλεγμένο γενετικό υλικό στα νεαρά φυτά, να αναλύσουν το DNA αμέσως μόλις αυτά βγάλουν τα πρώτα φύλλα τους και να αποφασίσουν -σε σύντομο χρόνο- ποια φυτά θα κρατήσουν με βάση το γενετικό «προφίλ» τους. Η όλη διαδικασία είναι πιο γρήγορη σε σχέση με την παραδοσιακή διασταύρωση των φυτών, αλλά και 100 φορές φθηνότερη, σύμφωνα με τον Μάιλς.
Μέσα από τέτοιους γενετικούς πειραματισμούς αναμένεται μελλοντικά να δημιουργηθούν νέες ποικιλίες κρασιών. Το κρίσιμο ερώτημα είναι, όμως, αν οι καταναλωτές θα δεχτούν να πίνουν με ευχαρίστηση κρασί από γενετικά τροποποιημένα αμπέλια.