Ελπίδες για τα βρέφη που γεννιούνται πρόωρα και κινδυνεύουν από μια επικίνδυνη ασθένεια δίνει νέα έρευνα, η οποία έδειξε ότι μπορεί να θεραπευθεί με βλαστοκύτταρα που προέρχονται από το αμνιακό υγρό!
Η ανακάλυψη έγινε από επιστήμονες του University College London, οι οποίοι πιστεύουν ότι βρίσκονται πολύ κοντά στη θεραπεία της νεκρωτικής εντεροκολίτιδας, μιας φλεγμονής που προκαλεί σημαντική βλάβη στον ιστό των εντέρων και μπορεί να οδηγήσει ακόμη και στον θάνατο.
Όπως αναφέρεται στα αποτελέσματα της έρευνας, τα οποία δημοσιεύονται στο επιστημονικό περιοδικό Gut, τα βλαστοκύτταρα που υπάρχουν στο αμνιακό υγρό θεραπεύουν μέρος της φλεγμονής στα έντερα του βρέφους, μειώνοντας αρκετά τον κίνδυνο θανάτου.
Η νεκρωτική εντεροκολίτιδα αντιμετωπίζεται κυρίως με χειρουργική επέμβαση, κατά την οποία αφαιρείται ο ιστός που έχει υποστεί βλάβη. Ωστόσο, αυτό προκαλεί μείωση του μήκους του εντέρου, με αποτέλεσμα κάποια βρέφη να μην καταφέρνουν να επιζήσουν. Επίσης, το μητρικό γάλα και τα προβιοτικά μειώνουν τον κίνδυνο προσβολής από την ασθένεια, όχι όμως σε ασφαλές επίπεδο.
Κατά την έρευνα, οι επιστήμονες αφαίρεσαν βλαστοκύτταρα από το αμνιακό υγρό ποντικιών και τα χορήγησαν σε νεογέννητα ποντίκια που έπασχαν από νεκρωτική εντεροκολίτιδα, ενώ σε ορισμένα άλλα χορήγησαν βλαστοκύτταρα από τον μυελό των οστών ή το μηριαίο οστό. Όπως διαπίστωσαν, τα πρώτα ήταν εκείνα που παρουσίασαν την πιο αξιόλογη βελτίωση, καθώς μία εβδομάδα μετά τη θεραπεία υπήρχαν υψηλότερα ποσοστά επιβίωσης σε σχέση με εκείνα που είχαν λάβει τις άλλες θεραπείες.
Όπως εξήγησαν οι επιστήμονες, τα βλαστοκύτταρα του μυελού των οστών συμβάλλουν στη θεραπεία της εντερικής βλάβης που προκαλεί το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου επειδή βοηθούν τον ιστό να αναγεννηθεί, όμως σε ό,τι αφορά τη νεκρωτική εντεροκολίτιδα δεν είναι τόσο αποτελεσματικά, επειδή ο μηχανισμός της είναι διαφορετικός. «Είναι γνωστό ότι τα βλαστοκύτταρα παρουσιάζουν αντιφλεγμονώδεις ιδιότητες, όμως είναι η πρώτη φορά που αποδείχθηκε ότι το αμνιακό υγρό μπορεί να αποκαταστήσει την εντερική βλάβη», ανέφερε ο επικεφαλής της έρευνας, δρ Paolo De Coppi. «Ελπίζουμε ότι στο μέλλον θα μπορούμε να τα χρησιμοποιούμε ευρέως τόσο σε θεραπείες, όσο και στην έρευνα».