Όσοι θέλουν να κόψουν το κάπνισμα αλλά δεν μπορούν, ίσως τελικά να μην «ευθύνονται» και τόσο.
Νέα επιστημονική έρευνα έδειξε ότι τα γονίδια και όχι η έλλειψη αυτοσυγκράτησης είναι εκείνα που ίσως αυξάνει τον εθισμό στο τσιγάρο και καθορίζουν αν κάποιος θα γίνει μανιώδης καπνιστής.
Σύμφωνα με τον επικεφαλής της έρευνας, δρ Ντάνιελ Μπέλσκι από το Πανεπιστήμιο Ντιουκ στις ΗΠΑ, «ο γενετικός κίνδυνος επιταχύνει την εξέλιξη της συμπεριφοράς του καπνιστή». Οι επιστήμονες εντόπισαν παραλλαγές γονιδίων που αυξάνουν τις πιθανότητες που έχει κανείς να γίνει καπνιστής και διαπίστωσαν ότι όσοι επηρεάζονται από αυτές, συνήθως αρχίζουν να καπνίζουν στην εφηβεία και στη συνέχεια το αυξάνουν περισσότερο, φτάνοντας ή και ξεπερνώντας τα είκοσι τσιγάρα τη μέρα. Έτσι, μετά την ενηλικίωση τους είναι πολύ δύσκολο να το κόψουν, κάτι που δεν συμβαίνει σε όσους δεν φέρουν τα συγκεκριμένα γονίδια.
Οι επιστήμονες κατέληξαν σ’ αυτά τα συμπεράσματα αφού μελέτησαν την πορεία της υγείας 1.000 ατόμων από τη Ν. Ζηλανδία από τη μέρα της γέννησής τους μέχρι τα 38 τους χρόνια και κάνοντας ειδικές αναλύσεις DNA, με σκοπό να εντοπίσουν όσους είχαν τις περισσότερες πιθανότητες να γίνουν καπνιστές από την εφηβεία τους.
Όπως διαπίστωσαν, εκείνοι που έφεραν τις γονιδιακές παραλλαγές που ενισχύουν τη διάθεση για κάπνισμα, στα 38 τους είχαν γίνει πιο επιρρεπείς στη νικοτίνη και παρουσίαζαν περισσότερες αποτυχημένες προσπάθειες να διακόψουν το κάπνισμα. Αντίθετα, εκείνοι που δεν κάπνιζαν στην εφηβεία τους, είχαν σαφώς λιγότερες πιθανότητες να γίνουν καπνιστές.
Μάλιστα, ακόμα λιγότερο γενετικό κίνδυνο εθισμού στο τσιγάρο – λιγότερο ακόμη και σε σχέση με εκείνους που δεν κάπνιζαν κατά την εφηβεία – είχαν εκείνοι που κάπνιζαν μερικά τσιγάρα το σαββατοκύριακο. Συνολικά, οι καπνιστές (μανιώδεις ή μη) αποτελούσαν το 70% των συμμετεχόντων.
Η έρευνα δημοσιεύεται στην επιστημονική έκδοση JAMA Psychiatry.