Ορισμένοι άνθρωποι έχουν γενετική προδιάθεση να βλέπουν τα πράγματα γύρω τους μαύρα, τείνοντας σταδιακά στην κατάθλιψη, επειδή εκ γενετής παράγουν χαμηλότερη ποσότητα μιας εγκεφαλικής χημικής ουσίας. Αυτό υποστηρίζει μια νέα αμερικανική επιστημονική έρευνα, η οποία ίσως ρίχνει φως στο γιατί η απογοήτευση και η κατάθλιψη φαίνεται να πλήττουν μερικούς ανθρώπους, ήδη από τη νεανική ηλικία, περισσότερο από άλλους.
Οι ερευνητές του Τμήματος Ψυχιατρικής του πανεπιστημίου του Μίσιγκαν υπό τον καθηγητή Μπράιαν Μίκι, που δημοσίευσαν τη σχετική μελέτη στο ψυχιατρικό περιοδικό «Archives of General Psychiatry» του Αμερικανικού Ιατρικού Συλλόγου, σύμφωνα με το Γαλλικό Πρακτορείο και τη βρετανική «Telegraph», ανακάλυψαν ότι ένα μόριο (νευροπεπτίδιο Υ), που σχετίζεται με την όρεξη και το στρες, καθορίζει σε σημαντικό βαθμό αν κάποιος βλέπει το ποτήρι μισογεμάτο ή μισοάδειο.
Όσοι έχουν σε μικρότερο βαθμό αυτή την ουσία έχουν γενικά πιο αρνητική διάθεση απέναντι στη ζωή, δυσκολεύονται περισσότερο να τα βγάλουν πέρα με τις καταστάσεις που προκαλούν άγχος και τελικά είναι πιο ευάλωτοι στην εκδήλωση κατάθλιψης.
Οι επιστήμονες πιστεύουν ότι το εν λόγω νευροπεπτίδιο είναι γενετικά προγραμματισμένο (μερικοί άνθρωποι έχουν μια συγκεκριμένη γενετική παραλλαγή στο DNA τους) και ελπίζουν ότι η ανακάλυψή τους θα οδηγήσει σε νέες μεθόδους έγκαιρης και πιο εξατομικευμένης διάγνωσης και καταπολέμησης της κατάθλιψης στους ανθρώπους που έχουν τη σχετική γενετική προδιάθεση.
Χρησιμοποιώντας την τεχνική της λειτουργικής μαγνητικής απεικόνισης (fMRI) του εγκεφάλου, οι επιστήμονες κατέγραψαν την εγκεφαλική δραστηριότητα εθελοντών, καθώς αυτοί ανταποκρίνονταν σε μια σειρά από ουδέτερες λέξεις (π.χ. «υλικό»), θετικές (π.χ. «ελπίδα») ή αρνητικές (π.χ. «δολοφόνος»).
Οι άνθρωποι με χαμηλά επίπεδα του συγκεκριμένου νευροπεπτιδίου αντιδρούσαν (στον προμετωπιαίο φλοιό τους) ιδιαίτερα έντονα στις αρνητικές λέξεις, σε σχέση με όσους είχαν υψηλά επίπεδα της ουσίας.
Σε ένα δεύτερο πείραμα, οι εθελοντές υποβλήθηκαν για λίγα λεπτά σε μια εμπειρία αβλαβούς αλλά αισθητού πόνου και παράλληλα κλήθηκαν να εκφράσουν συναισθηματικά την εμπειρία τους πριν και μετά το τεστ.
Όσοι είχαν λιγότερα νευροπεπτίδια Υ στον εγκέφαλό τους είχαν την μεγαλύτερη εμπειρία πόνου από τους υπολοίπους, τόσο πριν (εν αναμονή του πόνου) όσο και μετά.
Τέλος, οι ερευνητές μελέτησαν το γενετικό υλικό ανθρώπων με σοβαρή κατάθλιψη και βρήκαν ότι σε αυτούς υπάρχουν, σε αναλογία μεγαλύτερη του μέσου όρου, άτομα που έχουν τη γενετική παραλλαγή, η οποία μειώνει το επίπεδο του νευροπεπτιδίου Υ.