Σύμφωνα με πρόσφατες έρευνες Αμερικανών επιστημόνων, το αν θα χορηγούνται αντικαταθλιπτικά φάρμακα σε ασθενείς που πάσχουν από κατάθλιψη ή αν αυτοί θα παραπέμπονται σε ψυχοθεραπεία θα είναι έργο μιας σάρωσης (scan) του εγκεφάλου και όχι μιας απλής ιατρικής γνωμάτευσης.
Γιατροί από το Πανεπιστήμιο Έμορυ στην Ατλάντα των HΠΑ πιστεύουν ότι μέσω της σάρωσης και ειδικότερα της μελέτης του νησαίου φλοιού του εγκεφάλου μπορούν να αντλήσουν σημαντικά συμπεράσματα. Το τμήμα αυτό του εγκεφάλου επηρεάζει τη συναισθηματική ζωή, και στην περίπτωση ασθενών με κατάθλιψη υπολειτουργεί.
Η παρούσα έρευνα δείχνει ότι οι μισοί από τους ασθενείς που εξετάστηκαν, και των οποίων ο νησαίος φλοιός υπερκαταναλώνει γλυκόζη, έχουν ανάγκη ψυχοθεραπείας. Αντιθέτως, σε ασθενείς των οποίων η ίδια εγκεφαλική περιοχή είναι λιγότερο δραστήρια και καταναλώνει λιγότερη γλυκόζη, φαίνεται να είναι καταλληλότερη η χρήση αντικαταθλιπτικών χαπιών.
«Αν τα αποτελέσματά μας επιβεβαιωθούν, τότε θα μπορούμε με κάποια σιγουριά να μιλάμε για μια νέα μέθοδο καταπολέμησης της κατάθλιψης», λέει η Έλεν Μέιμπεργκ από το Πανεπιστήμιο Έμορυ.
Δύο είδη κατάθλιψης
Ο διευθυντής της ψυχιατρικής κλινικής του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου της Βόννης Βόλφγκανγκ Μάγερ χαρακτηρίζει τα αποτελέσματα του τεστ «ενδιαφέροντα», συμπληρώνοντας ωστόσο ότι δεν πρέπει να υπερτιμώνται διότι δεν πρόκειται παρά για μια «μικρή πρόβα». Οι ερευνητές εξέτασαν 67 ασθενείς, αλλά στην πραγματικότητα στηρίζουν τα πορίσματα τους μόνο σε 38 από αυτούς.
Για τους υπόλοιπους τα αποτελέσματα δεν ήταν ξεκάθαρα. Οι αμερικανοί ερευνητές εκτιμούν ωστόσο ότι μπορούμε να μιλάμε για δύο τύπους κατάθλιψης: αυτήν που μπορεί να αντιμετωπιστεί με αντικαταθλιπτικά και αυτήν που αντιμετωπίζεται με ψυχοθεραπεία.
«Μια τέτοια υπόθεση είναι κάπως επικίνδυνη, διότι βασίζεται αποκλειστικά σε μεμονωμένες περιπτώσεις», αντιτείνει ο καθηγητής Μάγερ, λέγοντας επίσης ότι σε σοβαρότερες περιπτώσεις ίσως να λειτουργούσε καλύτερα ένας συνδυασμός ψυχοθεραπείας μαζί με κάποια φαρμακευτική αγωγή.
Για την ώρα πάντως δεν μπορεί κανείς με απόλυτη σιγουριά να αποφανθεί για το ποια θεραπεία θα ταίριαζε στην περίπτωση κάθε ασθενή. Η επιλογή της κάθε θεραπείας γίνεται εμπειρικά με βάση τα συμπτώματα: ο γιατρός επιλέγει μια θεραπεία και σε περίπτωση που αυτή δεν έχει αποτελέσματα δοκιμάζει κάποια άλλη.
Όλο και περισσότερα αντικαταθλιπτικά
Σήμερα καταναλώνονται στη Γερμανία περίπου τέσσερις φορές περισσότερα αντικαταθλιπτικά σε σχέση με το 1994. Αυτό οφείλεται στο ότι πολλοί ασθενείς παίρνουν τα φάρμακα αυτά χωρίς να συντρέχει πραγματικός λόγος. Όπως δηλώνει ο Ντίτερ Μπεστ, πρόεδρος της Γερμανικής Ψυχοθεραπευτικής Ένωσης, «σε πολλές γυναίκες άνω των 80 ο οικογενειακός γιατρός χορηγεί αντικαταθλιπτικά χωρίς να έχει κάνει όμως πρώτα μια ξεκάθαρη διάγνωση».
Συχνό φαινόμενο είναι επίσης η αντιμετώπιση της κατάθλιψης με χάπια «placebo», όπως έχει επικρατήσει να λέγονται, χάπια δηλαδή χωρίς καμία φαρμακευτική ουσία, που κάνουν απλώς τον ασθενή να νομίζει ότι ακολουθεί κάποια αγωγή.
Τα αντικαταθλιπτικά χάπια πάντως γίνονται συχνά αντικείμενο αρνητικής κριτικής, αφού συν τοις άλλοις σχετίζονται πολλές φορές με οικονομικά συμφέροντα μεγάλων φαρμακευτικών εταιρειών, οι οποίες ευθύνονται κατά πολλούς για την άμετρη χορήγηση ψυχοφαρμάκων.
Σε κάθε περίπτωση αυτό που τονίζουν οι επιστήμονες είναι το να δίνεται χρόνος στη σωστή διάγνωση από τον εκάστοτε γιατρό και να πραγματοποιούνται εξετάσεις σε τακτικά χρονικά διαστήματα, ώστε να παρακολουθείται καλύτερα η πορεία του κάθε ασθενούς και οι ιδιαίτερες θεραπευτικές ανάγκες του.