Ισορροπημένες και υγιεικές δίαιτες, όχι απαραίτητα αυστηρές
Τα βιβλία που υπόσχονται ότι θα σας αποκαλύψουν τον τρόπο, μέσα από τις σελίδες τους, για να ξεφορτωθείτε μια για πάντα τα περιττά σας κιλά, εξακολουθούν να βρίσκονται στις λίστες των μπεστ σέλερ.
Ένα σημείο «κλειδί» στο οποίο αναφέρονται τα περισσότερα βιβλία διατροφής και δίαιτας από τη δεκαετία του 1970, είναι η αναλογία λιπαρών, υδατανθράκων και πρωτεϊνών.
Τα τελευταία χρόνια, τα βιβλία αυτά έχουν αρχίσει να κάνουν μια «στροφή». Παραμένουν πιστά στο ίδιο προφίλ συνδυασμών θρεπτικών συστατικών, ωστόσο δίνουν ιδιαίτερη βαρύτητα και έμφαση στο τι πρέπει να αποφεύγει κανείς: Κρέας, δημητριακά ή ζάχαρη.
Ακόμη, τονίζουν πώς συγκεκριμένες τροφές επηρεάζουν ορισμένες λειτουργίες του οργανισμού και το μεταβολισμό, τα οποία σχετίζονται άμεσα με την απώλεια και πρόσληψη βάρους.
Στις αρχές του 20ου αιώνα μετρούσαμε τις θερμίδες, προκειμένου να διαχειριστούμε το βάρος μας, γράφει ο καθηγητής Gyorgy Scrinis από το πανεπιστήμιο της Μελβούρνης και συγγραφέας του βιβλίου «Nutritionism: The Science and Politics of Dietary Advice».
Η εξίσωση ήταν «προσλαμβάνουσες θερμίδες» με «θερμίδες που καταναλώνονται». Ωστόσο, η «ισορροπία» αυτή δεν ελάμβανε υπόψιν τις εσωτερικές διαδικασίες και λειτουργίες του οργανισμού, ή τη διατροφική σύνθεση των τροφίμων πέρα από τη θερμιδική τους αξία.
Στις δεκαετίες του 1960-1990 επικρατούσε η εποχή των «καλών και κακών τροφίμων». Υπήρχαν πολλά «αρνητικά μηνύματα», για το ποιες τροφές ήταν κακές, ποιες έπρεπε να αποφεύγει κανείς, καθώς και τους κινδύνους που σχετίζονταν με την κατανάλωσή τους. Ο φόβος των λιπαρών άρχισε να κατακτά το χώρο της διατροφής. Μάλιστα, το 1993 ο Dr. Dean Ornish κυκλοφόρησε το βιβλίο «Eat More, Weigh Less», στο οποίο ισχυριζόταν ότι όταν κανείς τρώει λιπαρά γίνεται χοντρός, ακόμη κι αν η συνολική ποσότητα των θερμίδων που καταναλώνει είναι μικρότερη.
Ακολούθησε η διάσημη πλέον δίαιτα του Dr. Atkins για τη χαμηλή σε υδατάνθρακες διατροφή, σύμφωνα με την οποία οι υδατάνθρακες είναι τα κύρια συστατικά –αν όχι τα μοναδικά- που προκαλούν την αύξηση του βάρους, επειδή αυξάνουν τα επίπεδα σακχάρου και ινσουλίνης στο αίμα.
Ο γάλλος γιατρός Pierre Dukan, με τη δίαιτά του (υψηλή κατανάλωση πρωτεϊνών, χαμηλή κατανάλωση υδατανθράκων), ισχυρίζεται ότι οι πρωτεΐνες είναι τα θρεπτικά συστατικά που το σώμα πρέπει να δουλέψει περισσότερο για να τα χωνέψει.
Από τη δεκαετία του 1990 και έπειτα, παρατηρήθηκε μια ακόμη στροφή, αυτή τη φορά προς τα ωφέλιμα συστατικά, όπως για παράδειγμα τα ωμέγα-3 λιπαρά οξέα, η βιταμίνη D, τα προβιοτικά, τα αντιοξειδωτικά κ.ά., μειώνοντας παράληλα την επίδραση των «κακών συστατικών».
Άρχισαν ακόμη να εμφανίζονται τα λεγόμενα «λειτουργικά τρόφιμα». Για παράδειγμα, γιαούρτια με «καλά βακτήρια», μαργαρίνες που μειώνουν την απορρόφηση χοληστερόλης στο αίμα.
Το τελευταίο «κύμα» βιβλίων δίαιτας και απώλειας βάρους αναφέρονται στον τρόπο με τον οποίο η κατανάλωση συγκεκριμένων συστατικών και τροφίμων επηρεάζει το σώμα μας, τον τρόπο με τον οποίο τα κύτταρα αποθηκεύουν λίπος ή ελέγχουν τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα και το αίσθημα του κορεσμού. Κοινό χαρακτηριστικό αυτών είναι η έμφαση που δίνουν στις ορμόνες που ρυθμίζουν τις σωματικές αυτές λειτουργίες, όπως η ινσουλίνη και η λεπτίνη.
Οι δίαιτες χαμηλού γλυκαιμικού δείκτη εστιάζουν στο πώς συγκεκριμένες τροφές αυξάνουν τα επίπεδα γλυκόζης στο αίμα πώς μπορεί να μετρήσει κανείς τα επίπεδα της ινσουλίνης.
Ακόμη, υπάρχουν κι εκείνα που υποστηρίζουν ότι η ζάχαρη είναι ο κύριος «φταίχτης» στην «επιδημία παχυσαρκίας» που παρατηρείται στις μέρες μας.
Ωστόσο, υποστηρίζει ο Scrinis, με το να «κατηγορεί» κανείς απλά τη ζάχαρη για μια σειρά μεταβολικών διαταραχών, αγνοεί την ύπαρξη άλλων τόσων κατεργασμένων τροφών, (όπως τα trans-λιπαρά), χημικά τροποποιημένων, συνθετικών γλυκαντικών και πρόσθετων.
Όλα αυτά τα βιβλία ισχυρίζονται ότι έχουν «ανακαλύψει» το μυστικό που κρύβεται πίσω από την εγγυημένη απώλεια βάρος και ποιους συνδυασμούς τροφίμων (μέχρι και πότε) πρέπει να καταναλώνει κανείς.
Κι όμως παρά τις όποιες διαφωνίες έχουν μεταξύ τους, έχουν όλα ένα κοινό στοιχείο.
Προωθούν την κατανάλωση μη επεξεργασμένων τροφών, προτείνοντας στους αναγνώστες τους να μειώσουν την κατανάλωση τροφίμων χαμηλής ποιότητας, καθώς επίσης και των γλυκών και αναψυκτικών.
Επομένως, καταλήγει το άρθρο, θα μπορούσε να πει κανείς ότι δε χρειάζεται να «τρελαίνεται» με όλες αυτές τις δίαιτες που κυκλοφορούν και που υπόσχονται «θαύματα», αλλά ότι το μόνο που χρειάζεται να κάνει είναι να επιλέξει ένα ισορροπημένο διατροφικό πρόγραμμα από ποιοτικές τροφές.